- Γαδειραῖος
- Γαδειραῖοςa man of Cadizmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
γαδειραίος — γαδειραῑος, α, ον (Α) αυτός που ανήκει στην πόλη Γάδειρα της Ισπανίας ή προέρχεται απ αυτήν … Dictionary of Greek
Γαδειραῖον — Γαδειραῖος a man of Cadiz masc acc sg Γαδειραῖος a man of Cadiz neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γαδειρικός — γαδειρικός, ή, όν (Α) ο γαδειραίος* … Dictionary of Greek